σκαπέτισμα
Смотреть что такое "σκαπέτισμα" в других словарях:
σκαπέτισμα — το, Ν [σκαπετίζω] 1. διαφυγή, δραπέτευση 2. εξαφάνιση κάποιου πίσω από ύψωμα καθώς αυτός φεύγει 3. αποφυγή κινδύνου, διάσωση … Dictionary of Greek
σκαπέτισμα — το, Ν [σκαπετίζω] 1. διαφυγή, δραπέτευση 2. εξαφάνιση κάποιου πίσω από ύψωμα καθώς αυτός φεύγει 3. αποφυγή κινδύνου, διάσωση … Dictionary of Greek